thatch$82702$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

thatch$82702$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Thatch Palm

thatch      
n. αχυροσκεπή

Ορισμός

Thatch
·noun A name in the West Indies for several kinds of palm, the leaves of which are used for thatching.
II. Thatch ·noun Straw, rushes, or the like, used for making or covering the roofs of buildings, or of stacks of hay or grain.
III. Thatch ·noun To cover with, or with a roof of, straw, reeds, or some similar substance; as, to thatch a roof, a stable, or a stack of grain.

Βικιπαίδεια

Thatch palm

Thatch palm is a common name for several different species of palm trees that are used for thatching, and may refer to:

  • Coccothrinax, many species native to the Caribbean
  • Howea, two species native to Lord Howe Island, Australia
  • Thrinax, three species native to the Caribbean
  • Cocos nucifera, the coconut tree, used in Makuti thatching